- στησιχόρειος
- -α, -ο / στησιχόρειος, -ον, ΝΑ [Στησίχορος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυρικό ποιητή Στησίχορο («στησιχόρειος καινοτομία», Πλούτ.)2. φρ. α) «στησιχόρειο(ν) μέτρο(ν)» — μέτρο που απαρτίζεται από δάκτυλο και επίτριτο, αλλ. δακτυλ(ο)επίτριτοςβ) «στησιχόρειο(ν) τρίμετρο(ν)» — στησιχόρειο μέτρο που αποτελείται από τρεις επιτρίτουςγ) «στησιχόρειο(ν) δίμετρο(ν)» — στησιχόρειο μέτρο που αποτελεί ακατάληκτη δακτυλική τριποδία με επίτριτο,.αλλ. εγκωμιολογικό δίμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.